Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κόκκαλος
κοκκάριον
κοκκηρός
κοκκίζω
κοκκινίζω
κοκκινοβαφής
κοκκινοειδής
κόκκινος
κοκκίον
κοκκίς
κοκκοάξ
κοκκοβάρη
κοκκοβαφής
κοκκοβαφία
κοκκοβόας
κοκκόδαφνον
κοκκοθραύστης
κοκκολάχανον
κοκκολέκτης
κοκκολογέω
κόκκομαν
View word page
κοκκοάξ
κοκκο-άξ· κορώνη, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοκκοάξ
Headword (normalized):
κοκκοάξ
Headword (normalized/stripped):
κοκκοαξ
IDX:
58497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58498
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοκκο-άξ·</span> <span class="foreign greek">κορώνη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}