κοιταῖος
κοιτ-αῖος, α, ον , (κοίτη)
A). abed, κ. γίγνεσθαι ἐν τῇ χώρᾳ to pass the night in the country, Decr. ap. ; but 18.37 τάξας ἡμέραν ἐν ᾗ δεήσει πάντας ἐν Ἀριμίνῳ γενέσθαι κ. encamp, ; 3.61.10 κ. ἔρχεσθαι Fr. 177 .