Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοινωνιμαῖος
κοινωνοποιέω
κοινωνός
κοίνωσις
κοινωφελής
κοινωφελία
κόϊξ
Κοιογενής
κοιόλης
κοῖος
κοιπποίβα
κοιρανέω
κοιρανῇος
κοιρανία
κοιρανίδης
κοιρανικός
κοίρανος
κόϊς
κοιτάζω
κοιταῖος
κοιτάριον
View word page
κοιπποίβα
κοιπποίβα· πᾶν σπέρμα (Achaean), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοιπποίβα
Headword (normalized):
κοιπποίβα
Headword (normalized/stripped):
κοιπποιβα
IDX:
58458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58459
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοιπποίβα·</span> <span class="foreign greek">πᾶν σπέρμα</span> (Achaean), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}