Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοινών
κοινωνέω
κοινώνημα
κοινώνησις
κοινωνητέον
κοινωνητικός
κοινωνατικός
κοινωνία
κοινωνικός
κοινωνιμαῖος
κοινωνοποιέω
κοινωνός
κοίνωσις
κοινωφελής
κοινωφελία
κόϊξ
Κοιογενής
κοιόλης
κοῖος
κοιπποίβα
κοιρανέω
View word page
κοινωνοποιέω
κοινων-οποιέω,
A). = κοινωνέω , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοινωνοποιέω
Headword (normalized):
κοινωνοποιέω
Headword (normalized/stripped):
κοινωνοποιεω
IDX:
58449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58450
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοινων-οποιέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κοινωνέω</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}