Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοινοφυής
κοινόω
κοίνωμα
κοινωμάτιον
κοινών
κοινωνέω
κοινώνημα
κοινώνησις
κοινωνητέον
κοινωνητικός
κοινωνατικός
κοινωνία
κοινωνικός
κοινωνιμαῖος
κοινωνοποιέω
κοινωνός
κοίνωσις
κοινωφελής
κοινωφελία
κόϊξ
Κοιογενής
View word page
κοινωνατικός
κοινων-ᾱτικός,
A). generous, liberal, Diotog. ap. Stob. 4.7.62 .


ShortDef

generous, liberal

Debugging

Headword:
κοινωνατικός
Headword (normalized):
κοινωνατικός
Headword (normalized/stripped):
κοινωνατικος
IDX:
58445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58446
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοινων-ᾱτικός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">generous, liberal</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Diotog.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 4.7.62 </span>.</div> </div><br><br>'}