Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοινοτελής
κοινότης
κοινότοκος
κοινοτροφικός
κοινοφαγία
κοινοφιλής
κοινόφρων
κοινοφυής
κοινόω
κοίνωμα
κοινωμάτιον
κοινών
κοινωνέω
κοινώνημα
κοινώνησις
κοινωνητέον
κοινωνητικός
κοινωνατικός
κοινωνία
κοινωνικός
κοινωνιμαῖος
View word page
κοινωμάτιον
κοιν-ωμάτιον, τό,
A). band, tie, ib. 64.3 .


ShortDef

band, tie

Debugging

Headword:
κοινωμάτιον
Headword (normalized):
κοινωμάτιον
Headword (normalized/stripped):
κοινωματιον
IDX:
58438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58439
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοιν-ωμάτιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">band, tie</span>, ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1599.tlg001:64:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1599.tlg001:64.3/canonical-url/"> 64.3 </a>.</div> </div><br><br>'}