Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοινοποιέω
κοινοποιός
κοινοπολιτεία
κοινοπορφυροῦς
κοινόπους
κοινοπραγέω
κοινοπραγία
κοινός
κοινοταφής
κοινοτάφιον
κοινοτελής
κοινότης
κοινότοκος
κοινοτροφικός
κοινοφαγία
κοινοφιλής
κοινόφρων
κοινοφυής
κοινόω
κοίνωμα
κοινωμάτιον
View word page
κοινοτελής
κοινο-τελής, ές,
A). with the authority of the state, δόγμα IG 11(4).1150 (Delos, ii B.C.).


ShortDef

with the authority of the state

Debugging

Headword:
κοινοτελής
Headword (normalized):
κοινοτελής
Headword (normalized/stripped):
κοινοτελης
IDX:
58428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58429
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοινο-τελής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with the authority of the state</span>, <span class="quote greek">δόγμα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 11(4).1150 </span> (Delos, ii B.C.).</div> </div><br><br>'}