Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοινολογέομαι
κοινολογία
κοινομετρέω
κοινομήτωρ
κοινονοημοσύνη
κοινοπαθής
κοινόπλοος
κοινοποιέω
κοινοποιός
κοινοπολιτεία
κοινοπορφυροῦς
κοινόπους
κοινοπραγέω
κοινοπραγία
κοινός
κοινοταφής
κοινοτάφιον
κοινοτελής
κοινότης
κοινότοκος
κοινοτροφικός
View word page
κοινοπορφυροῦς
κοινο-πορφῠροῦς, , οῦν,
A). dyed with purple of inferior quality, CPR 21.17 (iii A.D.).


ShortDef

dyed with purple of inferior quality

Debugging

Headword:
κοινοπορφυροῦς
Headword (normalized):
κοινοπορφυροῦς
Headword (normalized/stripped):
κοινοπορφυρους
IDX:
58421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58422
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοινο-πορφῠροῦς</span>, <span class="itype greek">ᾶ</span>, <span class="itype greek">οῦν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dyed with purple of inferior quality</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CPR</span> 21.17 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}