Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοινολεκτέω
κοινόλεκτος
κοινόλεκτρος
κοινολεξία
κοινολεχής
κοινολογέομαι
κοινολογία
κοινομετρέω
κοινομήτωρ
κοινονοημοσύνη
κοινοπαθής
κοινόπλοος
κοινοποιέω
κοινοποιός
κοινοπολιτεία
κοινοπορφυροῦς
κοινόπους
κοινοπραγέω
κοινοπραγία
κοινός
κοινοταφής
View word page
κοινοπαθής
κοινο-πᾰθής, ές,
A). sympathetic, sociable, ἔθη φιλάνθρωπα καὶ κ. D.H. 1.41 .


ShortDef

sympathetic, sociable

Debugging

Headword:
κοινοπαθής
Headword (normalized):
κοινοπαθής
Headword (normalized/stripped):
κοινοπαθης
IDX:
58416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58417
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοινο-πᾰθής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sympathetic, sociable</span>, <span class="quote greek">ἔθη φιλάνθρωπα καὶ κ.</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:1:41" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:1.41/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.H.</span> 1.41 </a> .</div> </div><br><br>'}