Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοινοκρατηρόσκυφος
κοινολεκτέω
κοινόλεκτος
κοινόλεκτρος
κοινολεξία
κοινολεχής
κοινολογέομαι
κοινολογία
κοινομετρέω
κοινομήτωρ
κοινονοημοσύνη
κοινοπαθής
κοινόπλοος
κοινοποιέω
κοινοποιός
κοινοπολιτεία
κοινοπορφυροῦς
κοινόπους
κοινοπραγέω
κοινοπραγία
κοινός
View word page
κοινονοημοσύνη
κοινο-νοημοσύνη, ,(νοέω)
A). regard for the feelings of others, M.Ant. 1.16 .


ShortDef

regard for the feelings of others

Debugging

Headword:
κοινονοημοσύνη
Headword (normalized):
κοινονοημοσύνη
Headword (normalized/stripped):
κοινονοημοσυνη
IDX:
58415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58416
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοινο-νοημοσύνη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,(<span class="etym greek">νοέω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">regard for the feelings of others</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0562.tlg001:1:16" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0562.tlg001:1.16/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">M.Ant.</span> 1.16 </a>.</div> </div><br><br>'}