Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοινοκαθέτας
κοινοκρατηρόσκυφος
κοινολεκτέω
κοινόλεκτος
κοινόλεκτρος
κοινολεξία
κοινολεχής
κοινολογέομαι
κοινολογία
κοινομετρέω
κοινομήτωρ
κοινονοημοσύνη
κοινοπαθής
κοινόπλοος
κοινοποιέω
κοινοποιός
κοινοπολιτεία
κοινοπορφυροῦς
κοινόπους
κοινοπραγέω
κοινοπραγία
View word page
κοινομήτωρ
κοινο-μήτωρ, ορος, , ,
A). having a common mother, Theognost. Can. 21 .


ShortDef

having a common mother

Debugging

Headword:
κοινομήτωρ
Headword (normalized):
κοινομήτωρ
Headword (normalized/stripped):
κοινομητωρ
IDX:
58414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58415
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοινο-μήτωρ</span>, <span class="itype greek">ορος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">having a common mother</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theognost.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Can.</span> 21 </span>.</div> </div><br><br>'}