Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοινοθυλακέω
κοινοκαθέτας
κοινοκρατηρόσκυφος
κοινολεκτέω
κοινόλεκτος
κοινόλεκτρος
κοινολεξία
κοινολεχής
κοινολογέομαι
κοινολογία
κοινομετρέω
κοινομήτωρ
κοινονοημοσύνη
κοινοπαθής
κοινόπλοος
κοινοποιέω
κοινοποιός
κοινοπολιτεία
κοινοπορφυροῦς
κοινόπους
κοινοπραγέω
View word page
κοινομετρέω
κοινο-μετρέω,
A). measure corn-rent by agreement, POxy. 1689.35 (iii A.D.).


ShortDef

measure grain-rent by agreement

Debugging

Headword:
κοινομετρέω
Headword (normalized):
κοινομετρέω
Headword (normalized/stripped):
κοινομετρεω
IDX:
58413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58414
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοινο-μετρέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">measure corn-rent by agreement,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 1689.35 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}