Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κοινογάμια
κοινογενής
κοινογονία
κοινοδήμιον
κοινόδημος
κοινοδίκιον
κοινόδικος
κοινοεργής
κοινοθανής
κοινοθυλακέω
κοινοκαθέτας
κοινοκρατηρόσκυφος
κοινολεκτέω
κοινόλεκτος
κοινόλεκτρος
κοινολεξία
κοινολεχής
κοινολογέομαι
κοινολογία
κοινομετρέω
κοινομήτωρ
View word page
κοινοκαθέτας
κοινο-καθέτας·
συνθηκοφύλακας
,
Hsch.
(Perh. for -
καταθ
-).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κοινοκαθέτας
Headword (normalized):
κοινοκαθέτας
Headword (normalized/stripped):
κοινοκαθετας
IDX:
58404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58405
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοινο-καθέτας·</span> <span class="foreign greek">συνθηκοφύλακας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Perh. for -<span class="itype greek">καταθ</span>-).</div><br><br>'}