Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοινοβωμία
κοινογάμια
κοινογενής
κοινογονία
κοινοδήμιον
κοινόδημος
κοινοδίκιον
κοινόδικος
κοινοεργής
κοινοθανής
κοινοθυλακέω
κοινοκαθέτας
κοινοκρατηρόσκυφος
κοινολεκτέω
κοινόλεκτος
κοινόλεκτρος
κοινολεξία
κοινολεχής
κοινολογέομαι
κοινολογία
κοινομετρέω
View word page
κοινοθυλακέω
κοινο-θῡλᾰκέω,
A). have a common purse, Ar. Fr. 797 .


ShortDef

have a common purse

Debugging

Headword:
κοινοθυλακέω
Headword (normalized):
κοινοθυλακέω
Headword (normalized/stripped):
κοινοθυλακεω
IDX:
58403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58404
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοινο-θῡλᾰκέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">have a common purse</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg012:797" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg012:797/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 797 </a>.</div> </div><br><br>'}