Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοινόβουλος
κοινοβωμία
κοινογάμια
κοινογενής
κοινογονία
κοινοδήμιον
κοινόδημος
κοινοδίκιον
κοινόδικος
κοινοεργής
κοινοθανής
κοινοθυλακέω
κοινοκαθέτας
κοινοκρατηρόσκυφος
κοινολεκτέω
κοινόλεκτος
κοινόλεκτρος
κοινολεξία
κοινολεχής
κοινολογέομαι
κοινολογία
View word page
κοινοθανής
κοινο-θᾰνής, ές,
A). of common death, κ. Μοιρῶν γήραϊ IPE 2.911 (Panticap.).


ShortDef

of common death

Debugging

Headword:
κοινοθανής
Headword (normalized):
κοινοθανής
Headword (normalized/stripped):
κοινοθανης
IDX:
58402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58403
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοινο-θᾰνής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of common death</span>, <span class="quote greek">κ. Μοιρῶν γήραϊ</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IPE</span> 2.911 </span> (Panticap.).</div> </div><br><br>'}