Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοινοβουλευτικός
κοινοβουλέω
κοινοβούλης
κοινοβουλία
κοινοβούλιον
κοινόβουλος
κοινοβωμία
κοινογάμια
κοινογενής
κοινογονία
κοινοδήμιον
κοινόδημος
κοινοδίκιον
κοινόδικος
κοινοεργής
κοινοθανής
κοινοθυλακέω
κοινοκαθέτας
κοινοκρατηρόσκυφος
κοινολεκτέω
κοινόλεκτος
View word page
κοινοδήμιον
κοινο-δήμιον, τό,
A). common assembly of the people, Hsch.


ShortDef

common assembly of the people

Debugging

Headword:
κοινοδήμιον
Headword (normalized):
κοινοδήμιον
Headword (normalized/stripped):
κοινοδημιον
IDX:
58397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58398
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοινο-δήμιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">common assembly of the people</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}