Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κοινοβιότης
κοινοβουλευτικός
κοινοβουλέω
κοινοβούλης
κοινοβουλία
κοινοβούλιον
κοινόβουλος
κοινοβωμία
κοινογάμια
κοινογενής
κοινογονία
κοινοδήμιον
κοινόδημος
κοινοδίκιον
κοινόδικος
κοινοεργής
κοινοθανής
κοινοθυλακέω
κοινοκαθέτας
κοινοκρατηρόσκυφος
κοινολεκτέω
View word page
κοινογονία
κοινο-γονία
,
ἡ
,
A).
mixing of breeds
, opp.
ἰδιογονία
, ib.d.
ShortDef
mixing of breeds
Debugging
Headword:
κοινογονία
Headword (normalized):
κοινογονία
Headword (normalized/stripped):
κοινογονια
IDX:
58396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58397
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοινο-γονία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mixing of breeds</span>, opp. <span class="foreign greek">ἰδιογονία</span>, ib.d.</div> </div><br><br>'}