Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοινόβιος
κοινοβιότης
κοινοβουλευτικός
κοινοβουλέω
κοινοβούλης
κοινοβουλία
κοινοβούλιον
κοινόβουλος
κοινοβωμία
κοινογάμια
κοινογενής
κοινογονία
κοινοδήμιον
κοινόδημος
κοινοδίκιον
κοινόδικος
κοινοεργής
κοινοθανής
κοινοθυλακέω
κοινοκαθέτας
κοινοκρατηρόσκυφος
View word page
κοινογενής
κοινο-γενής, ές,
A). hybridizing, opp. ἰδιογενής, φύσις Pl. Plt. 265e .


ShortDef

hybridizing

Debugging

Headword:
κοινογενής
Headword (normalized):
κοινογενής
Headword (normalized/stripped):
κοινογενης
IDX:
58395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58396
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοινο-γενής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hybridizing</span>, opp. <span class="quote greek">ἰδιογενής, φύσις</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg008.perseus-grc1:265e" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg008.perseus-grc1:265e/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Plt.</span> 265e </a> .</div> </div><br><br>'}