Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοινοβιάρχης
κοινόβιος
κοινοβιότης
κοινοβουλευτικός
κοινοβουλέω
κοινοβούλης
κοινοβουλία
κοινοβούλιον
κοινόβουλος
κοινοβωμία
κοινογάμια
κοινογενής
κοινογονία
κοινοδήμιον
κοινόδημος
κοινοδίκιον
κοινόδικος
κοινοεργής
κοινοθανής
κοινοθυλακέω
κοινοκαθέτας
View word page
κοινογάμια
κοινο-γάμια [γᾰ],,
A). promiscuous concubinage, Clearch. 49 .


ShortDef

promiscuous concubinage

Debugging

Headword:
κοινογάμια
Headword (normalized):
κοινογάμια
Headword (normalized/stripped):
κοινογαμια
IDX:
58394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58395
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοινο-γάμια</span> [<span class="foreign greek">γᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">promiscuous concubinage</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1270.tlg001:49" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1270.tlg001:49/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Clearch.</span> 49 </a>.</div> </div><br><br>'}