Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοινισμός
κοινοβιάρχης
κοινόβιος
κοινοβιότης
κοινοβουλευτικός
κοινοβουλέω
κοινοβούλης
κοινοβουλία
κοινοβούλιον
κοινόβουλος
κοινοβωμία
κοινογάμια
κοινογενής
κοινογονία
κοινοδήμιον
κοινόδημος
κοινοδίκιον
κοινόδικος
κοινοεργής
κοινοθανής
κοινοθυλακέω
View word page
κοινοβωμία
κοινο-βωμία, ,
A). community of altar, of gods worshipped in common, ἀνάκτων τῶνδε κοινοβωμίαν σέβεσθε A. Supp. 222 .


ShortDef

community of altar

Debugging

Headword:
κοινοβωμία
Headword (normalized):
κοινοβωμία
Headword (normalized/stripped):
κοινοβωμια
IDX:
58393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58394
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοινο-βωμία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">community of altar</span>, of gods worshipped in common, <span class="quote greek">ἀνάκτων τῶνδε κοινοβωμίαν σέβεσθε</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg001.perseus-grc1:222" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg001.perseus-grc1:222/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Supp.</span> 222 </a> .</div> </div><br><br>'}