Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοινεῖον
κοινεών
κοινῇ
κοινισμός
κοινοβιάρχης
κοινόβιος
κοινοβιότης
κοινοβουλευτικός
κοινοβουλέω
κοινοβούλης
κοινοβουλία
κοινοβούλιον
κοινόβουλος
κοινοβωμία
κοινογάμια
κοινογενής
κοινογονία
κοινοδήμιον
κοινόδημος
κοινοδίκιον
κοινόδικος
View word page
κοινοβουλία
κοινοβουλ-ία, ,
A). common counsel, Sch. Il. 22.261 (pl.).


ShortDef

common counsel

Debugging

Headword:
κοινοβουλία
Headword (normalized):
κοινοβουλία
Headword (normalized/stripped):
κοινοβουλια
IDX:
58390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58391
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοινοβουλ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">common counsel</span>, Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:22:261" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:22.261/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 22.261 </a> (pl.).</div> </div><br><br>'}