Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοινάσομαι
κοινεῖον
κοινεών
κοινῇ
κοινισμός
κοινοβιάρχης
κοινόβιος
κοινοβιότης
κοινοβουλευτικός
κοινοβουλέω
κοινοβούλης
κοινοβουλία
κοινοβούλιον
κοινόβουλος
κοινοβωμία
κοινογάμια
κοινογενής
κοινογονία
κοινοδήμιον
κοινόδημος
κοινοδίκιον
View word page
κοινοβούλης
κοινοβούλ-ης, ου, ,
A). = σύνεδρος , in pl., Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοινοβούλης
Headword (normalized):
κοινοβούλης
Headword (normalized/stripped):
κοινοβουλης
IDX:
58389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58390
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοινοβούλ-ης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">σύνεδρος</span> , in pl., Id.</div> </div><br><br>'}