Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοινανικός
κοινάριον
κοινάσομαι
κοινεῖον
κοινεών
κοινῇ
κοινισμός
κοινοβιάρχης
κοινόβιος
κοινοβιότης
κοινοβουλευτικός
κοινοβουλέω
κοινοβούλης
κοινοβουλία
κοινοβούλιον
κοινόβουλος
κοινοβωμία
κοινογάμια
κοινογενής
κοινογονία
κοινοδήμιον
View word page
κοινοβουλευτικός
κοινοβουλ-ευτικός, , όν,
A). deliberative, Hippod. ap. Stob. 4.1.94 .


ShortDef

deliberative

Debugging

Headword:
κοινοβουλευτικός
Headword (normalized):
κοινοβουλευτικός
Headword (normalized/stripped):
κοινοβουλευτικος
IDX:
58387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58388
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοινοβουλ-ευτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">deliberative</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hippod.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 4.1.94 </span>.</div> </div><br><br>'}