Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοινανία
κοινανικός
κοινάριον
κοινάσομαι
κοινεῖον
κοινεών
κοινῇ
κοινισμός
κοινοβιάρχης
κοινόβιος
κοινοβιότης
κοινοβουλευτικός
κοινοβουλέω
κοινοβούλης
κοινοβουλία
κοινοβούλιον
κοινόβουλος
κοινοβωμία
κοινογάμια
κοινογενής
κοινογονία
View word page
κοινοβιότης
κοινο-βῐότης,
A). consortium, Gloss.


ShortDef

consortium

Debugging

Headword:
κοινοβιότης
Headword (normalized):
κοινοβιότης
Headword (normalized/stripped):
κοινοβιοτης
IDX:
58386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58387
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοινο-βῐότης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">consortium,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}