Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κοινάν
κοινανέω
κοινανία
κοινανικός
κοινάριον
κοινάσομαι
κοινεῖον
κοινεών
κοινῇ
κοινισμός
κοινοβιάρχης
κοινόβιος
κοινοβιότης
κοινοβουλευτικός
κοινοβουλέω
κοινοβούλης
κοινοβουλία
κοινοβούλιον
κοινόβουλος
κοινοβωμία
κοινογάμια
View word page
κοινοβιάρχης
κοινοβῐάρχης
,
ου
,
ὁ
,
A).
head of a
κοινόβιον
,
PMasp.
151.149
(vi A.D.).
ShortDef
head of a κοινόβιον
Debugging
Headword:
κοινοβιάρχης
Headword (normalized):
κοινοβιάρχης
Headword (normalized/stripped):
κοινοβιαρχης
IDX:
58384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58385
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοινοβῐάρχης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">head of a</span> <span class="foreign greek">κοινόβιον</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMasp.</span> 151.149 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}