Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κοιμιστικός
κοινάν
κοινανέω
κοινανία
κοινανικός
κοινάριον
κοινάσομαι
κοινεῖον
κοινεών
κοινῇ
κοινισμός
κοινοβιάρχης
κοινόβιος
κοινοβιότης
κοινοβουλευτικός
κοινοβουλέω
κοινοβούλης
κοινοβουλία
κοινοβούλιον
κοινόβουλος
κοινοβωμία
View word page
κοινισμός
κοιν-ισμός
,
ὁ
,
A).
mixture of dialects
, v.l. in
Quint.
8.3.59
.
ShortDef
mixture of dialects
Debugging
Headword:
κοινισμός
Headword (normalized):
κοινισμός
Headword (normalized/stripped):
κοινισμος
IDX:
58383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58384
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοιν-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mixture of dialects</span>, v.l. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Quint.</span> 8.3.59 </span>.</div> </div><br><br>'}