Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοιμιστής
κοιμιστικός
κοινάν
κοινανέω
κοινανία
κοινανικός
κοινάριον
κοινάσομαι
κοινεῖον
κοινεών
κοινῇ
κοινισμός
κοινοβιάρχης
κοινόβιος
κοινοβιότης
κοινοβουλευτικός
κοινοβουλέω
κοινοβούλης
κοινοβουλία
κοινοβούλιον
κοινόβουλος
View word page
κοινῇ
κοιν-ῇ,
A). v. κοινός B.II.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοινῇ
Headword (normalized):
κοινῇ
Headword (normalized/stripped):
κοινη
IDX:
58382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58383
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοιν-ῇ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κοινός</span> B.II.</div> </div><br><br>'}