Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοιμητήριον
κοιμητικῶς
κοιμίζω
κοίμισις
κοιμισμός
κοιμιστής
κοιμιστικός
κοινάν
κοινανέω
κοινανία
κοινανικός
κοινάριον
κοινάσομαι
κοινεῖον
κοινεών
κοινῇ
κοινισμός
κοινοβιάρχης
κοινόβιος
κοινοβιότης
κοινοβουλευτικός
View word page
κοινανικός
κοιν-ᾱνικός,
A). = κοινωνικός , Archyt. ap. Stob. 1.48.6 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοινανικός
Headword (normalized):
κοινανικός
Headword (normalized/stripped):
κοινανικος
IDX:
58377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58378
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοιν-ᾱνικός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κοινωνικός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Archyt.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 1.48.6 </span>.</div> </div><br><br>'}