Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοίλωσις
κοιλωτέα
κοιμάω
κοιμήθρα
κοίμημα
κοίμησις
κοιμητήριον
κοιμητικῶς
κοιμίζω
κοίμισις
κοιμισμός
κοιμιστής
κοιμιστικός
κοινάν
κοινανέω
κοινανία
κοινανικός
κοινάριον
κοινάσομαι
κοινεῖον
κοινεών
View word page
κοιμισμός
κοιμ-ισμός, , ibid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοιμισμός
Headword (normalized):
κοιμισμός
Headword (normalized/stripped):
κοιμισμος
IDX:
58371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58372
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοιμ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, ibid.</div><br><br>'}