Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοιλοφθαλμιάω
κοιλόφθαλμος
κοιλοφυής
κοιλόφυλλος
κοιλόφωνος
κοιλοχείλης
κοιλόω
κοιλώδης
κοίλωμα
κοιλῶνυξ
κοιλῶπαν
κοιλώπης
κοιλωπός
κοίλωσις
κοιλωτέα
κοιμάω
κοιμήθρα
κοίμημα
κοίμησις
κοιμητήριον
κοιμητικῶς
View word page
κοιλῶπαν
κοιλ-ῶπαν· περίζωμα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοιλῶπαν
Headword (normalized):
κοιλῶπαν
Headword (normalized/stripped):
κοιλωπαν
IDX:
58358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58359
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοιλ-ῶπαν·</span> <span class="foreign greek">περίζωμα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}