Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοιλοκρόταφος
κοιλόμισχος
κοιλόπεδος
κοιλοπίτυξ
κοιλοποιέομαι
κοιλοριζών
κοῖλος
κοιλοσταθμέω
κοιλόσταθμος
κοιλοστομία
κοιλόσυρτος
κοιλοσώματος
κοιλότης
κοιλοφθαλμία
κοιλοφθαλμιάω
κοιλόφθαλμος
κοιλοφυής
κοιλόφυλλος
κοιλόφωνος
κοιλοχείλης
κοιλόω
View word page
κοιλόσυρτος
κοιλό-συρτος· ὁ χωλός, Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοιλόσυρτος
Headword (normalized):
κοιλόσυρτος
Headword (normalized/stripped):
κοιλοσυρτος
IDX:
58344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58345
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοιλό-συρτος·</span> <span class="foreign greek">ὁ χωλός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}