Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοιλιώδης
κοιλίωσις
κοιλογάστωρ
κοιλογένειος
κοιλογώνιος
κοιλοκρόταφος
κοιλόμισχος
κοιλόπεδος
κοιλοπίτυξ
κοιλοποιέομαι
κοιλοριζών
κοῖλος
κοιλοσταθμέω
κοιλόσταθμος
κοιλοστομία
κοιλόσυρτος
κοιλοσώματος
κοιλότης
κοιλοφθαλμία
κοιλοφθαλμιάω
κοιλόφθαλμος
View word page
κοιλοριζών
κοιλο-ριζών,
A). = πάναξ , Theognost. Can. 21 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοιλοριζών
Headword (normalized):
κοιλοριζών
Headword (normalized/stripped):
κοιλοριζων
IDX:
58339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58340
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοιλο-ριζών</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πάναξ</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theognost.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Can.</span> 21 </span>.</div> </div><br><br>'}