Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κοιλίσκος
κοιλιτική
κοιλιώδης
κοιλίωσις
κοιλογάστωρ
κοιλογένειος
κοιλογώνιος
κοιλοκρόταφος
κοιλόμισχος
κοιλόπεδος
κοιλοπίτυξ
κοιλοποιέομαι
κοιλοριζών
κοῖλος
κοιλοσταθμέω
κοιλόσταθμος
κοιλοστομία
κοιλόσυρτος
κοιλοσώματος
κοιλότης
κοιλοφθαλμία
View word page
κοιλοπίτυξ
κοιλο-πίτυξ·
ὁπλίτης
(fort.-
πήληξ
)
, τινὲς δὲ ὀϊστός
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κοιλοπίτυξ
Headword (normalized):
κοιλοπίτυξ
Headword (normalized/stripped):
κοιλοπιτυξ
IDX:
58337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58338
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοιλο-πίτυξ·</span> <span class="foreign greek">ὁπλίτης</span> (fort.-<span class="foreign greek">πήληξ</span>)<span class="foreign greek">, τινὲς δὲ ὀϊστός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}