Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοιλιοδαίμων
κοιλιόδεσμος
κοιλιολυσία
κοιλιολυτέω
κοιλιολυτικός
κοιλιοπώλης
κοιλιοστροφία
κοιλίσκος
κοιλιτική
κοιλιώδης
κοιλίωσις
κοιλογάστωρ
κοιλογένειος
κοιλογώνιος
κοιλοκρόταφος
κοιλόμισχος
κοιλόπεδος
κοιλοπίτυξ
κοιλοποιέομαι
κοιλοριζών
κοῖλος
View word page
κοιλίωσις
κοιλί-ωσις,
A). v. κοίλωσις .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοιλίωσις
Headword (normalized):
κοιλίωσις
Headword (normalized/stripped):
κοιλιωσις
IDX:
58330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58331
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοιλί-ωσις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κοίλωσις</span> .</div> </div><br><br>'}