Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κοιλιαργία
κοιλίδιον
κοιλιοδαίμων
κοιλιόδεσμος
κοιλιολυσία
κοιλιολυτέω
κοιλιολυτικός
κοιλιοπώλης
κοιλιοστροφία
κοιλίσκος
κοιλιτική
κοιλιώδης
κοιλίωσις
κοιλογάστωρ
κοιλογένειος
κοιλογώνιος
κοιλοκρόταφος
κοιλόμισχος
κοιλόπεδος
κοιλοπίτυξ
κοιλοποιέομαι
View word page
κοιλιτική
κοιλῑτική
(sc.
νόσος
),
ἡ
, disease
A).
in the bowels,
Cat.Cod.Astr.
2.161
.
ShortDef
in the bowels
Debugging
Headword:
κοιλιτική
Headword (normalized):
κοιλιτική
Headword (normalized/stripped):
κοιλιτικη
IDX:
58328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58329
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοιλῑτική</span> (sc. <span class="foreign greek">νόσος</span>), <span class="gen greek">ἡ</span>, disease <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">in the bowels,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cat.Cod.Astr.</span> 2.161 </span>.</div> </div><br><br>'}