Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κογχοειδής
κογχοθήρας
κόγχος
κογχυλαγόνες
κογχυλευτής
κογχυλευτική
κογχύλη
κογχυλιαβάφος
κογχυλίας
κογχυλιάτης
κογχυλιατός
κογχύλιον
κογχύλιος
κογχυλιώδης
κογχυλιωτός
κογχώδης
κογχωτός
κόδαλα
κοδομεία
κοδομεῖον
κοδομεύς
View word page
κογχυλιατός
κογχῠλ-ιᾱτός
,
ή
,
όν
,
A).
=
-ιωτός
,
PLeid.X.
95
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κογχυλιατός
Headword (normalized):
κογχυλιατός
Headword (normalized/stripped):
κογχυλιατος
IDX:
58275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58276
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κογχῠλ-ιᾱτός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">-ιωτός</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLeid.X.</span> 95 </span>.</div> </div><br><br>'}