Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κογχίον
κογχιστής
κογχιστική
κογχίτης
κογχογενής
κογχοειδής
κογχοθήρας
κόγχος
κογχυλαγόνες
κογχυλευτής
κογχυλευτική
κογχύλη
κογχυλιαβάφος
κογχυλίας
κογχυλιάτης
κογχυλιατός
κογχύλιον
κογχύλιος
κογχυλιώδης
κογχυλιωτός
κογχώδης
View word page
κογχυλευτική
κογχῠλ-ευτική, ,
A). trade of murex-fishing, ibid.


ShortDef

trade of murex-fishing

Debugging

Headword:
κογχυλευτική
Headword (normalized):
κογχυλευτική
Headword (normalized/stripped):
κογχυλευτικη
IDX:
58270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58271
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κογχῠλ-ευτική</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">trade of murex-fishing</span>, ibid.</div> </div><br><br>'}