Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κόγχη
κογχίζω
κογχίον
κογχιστής
κογχιστική
κογχίτης
κογχογενής
κογχοειδής
κογχοθήρας
κόγχος
κογχυλαγόνες
κογχυλευτής
κογχυλευτική
κογχύλη
κογχυλιαβάφος
κογχυλίας
κογχυλιάτης
κογχυλιατός
κογχύλιον
κογχύλιος
κογχυλιώδης
View word page
κογχυλαγόνες
κογχυλαγόνες· γυναῖκες, νύμφαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κογχυλαγόνες
Headword (normalized):
κογχυλαγόνες
Headword (normalized/stripped):
κογχυλαγονες
IDX:
58268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58269
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κογχυλαγόνες·</span> <span class="foreign greek">γυναῖκες, νύμφαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}