Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κνυπόω
κνῦσα
κνύω
κνωδακίζω
κνωδάκιον
κνωδακοφύλαξ
κνωδάλιον
κνώδαλον
κνωδαλώδης
κνώδαξ
κνώδη
κνώδων
κνῶος
κνωπόμορφος
κνώσσω
κνώψ
κοακτήρ
κοαλδδεῖν
κοάλεμος
κόαλοι
κοβαλεία
View word page
κνώδη
κνώδη·
χωρία, θηρία
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κνώδη
Headword (normalized):
κνώδη
Headword (normalized/stripped):
κνωδη
IDX:
58241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58242
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κνώδη·</span> <span class="foreign greek">χωρία, θηρία</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}