κνώδαξ
κνώδαξ, ᾱκος, ὁ, (cf. κνώδων)
A). pin or pivot on which a body or machine turns, καθάπερ ἐπὶ κνώδακος τῆς τοῦ δευτέρου σπονδύλου ἀποφύσεως ἡ κεφαλὴ ἐπιστρέφεται , cf. 14.720 723 ; axis of a sphere, Fr. 247.26 : more freq. in pl., Spir. 1.43 , M. 10.93 , . 49.22.21
III). = χρυσοχοϊκὸν ὄργανον , and in pl., = οἱ ἐν τοῖς φυσητῆρσιν ἀσκοί ,