κνυζηθμός
κνυζ-ηθμός, ὁ, prop. of dogs,
A). whining, whimpering, opp. barking or snarling, κύνες τε ἴδον καί ῥ’ οὐχ ὑλάοντο, κνυζηθμῷ δ’ ἑτέρωσε διὰ σταθμοῖο φόβηθεν ; of wild beasts, 16.163 ; of young bears, 3.884 C. 3.169 (pl.); of children, . 9.376a