Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κνισμός
κνισοδιώκτης
κνισοκόλαξ
κνισολοιχία
κνισολοιχός
κνῖσος
κνισός
κνισοτηρητής
κνισόω
κνίσσα
κνιστός
κνισώδης
κνισωτός
κνίφος
κνίφω
κνίψ
κνόος
κνῦ
κνύζα1
κνύζα2
κνύζα3
View word page
κνιστός
κνιστός, , όν, v.κνηστός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κνιστός
Headword (normalized):
κνιστός
Headword (normalized/stripped):
κνιστος
IDX:
58210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58211
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κνιστός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, v.<span class="foreign greek">κνηστός</span>.</div><br><br>'}