Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Κνιδόθεν
Κνιδόκοκκος
Κνίδος
κνιδόσπερμον
κνίδωσις
κνίζα
κνίζω
κνίκιον
κνιπά
κνιπεία
κνιπεῖν
κνίπειον
κνιπεύω
κνιπίδος
κνιπολόγος
κνιπόομαι
κνιπός
κνιπότης
κνίς
κνῖσα
κνισαλέος
View word page
κνιπεῖν
κνιπεῖν·
σείειν, ξύειν μέλαθρα καὶ δοκούς
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κνιπεῖν
Headword (normalized):
κνιπεῖν
Headword (normalized/stripped):
κνιπειν
IDX:
58184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58185
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κνιπεῖν·</span> <span class="foreign greek">σείειν, ξύειν μέλαθρα καὶ δοκούς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}