Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κνηκίς
κνηκίτης
κνηκοειδής
κνηκόπυρος
κνῆκος
κνηκός
κνηκοσυμμιγής
κνηκοφόρος
κνηκώδης
κνήκων
κνῆμα
κνημαῖος
κνήμαργος
κνήμη
κνημία
κνημιαῖος
κνημίδιον
κνημιδοφόρος
κνημίον
κνημιοπαχής
κνημίς
View word page
κνῆμα
κνῆμα,
A). v. κνῆσμα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κνῆμα
Headword (normalized):
κνῆμα
Headword (normalized/stripped):
κνημα
IDX:
58135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58136
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κνῆμα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κνῆσμα</span> .</div> </div><br><br>'}