Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κλινοστρόφιον
κλινότροχος
κλινουργός
κλινοχαρής
κλιντήρ
κλιντηρίδιον
κλιντήριον
κλιντηρίσκος
κλίνω
κλισία
κλισιάδες
κλισιάζω
κλισίηθεν
κλισίηνδε
κλίσιον1
κλισίον2
κλίσις
κλισμάκιον
κλισμία
κλισμός
κλίτα
View word page
κλισιάδες
κλισιάδες,
A). v. κλεισιάδες .


ShortDef

folding doors

Debugging

Headword:
κλισιάδες
Headword (normalized):
κλισιάδες
Headword (normalized/stripped):
κλισιαδες
IDX:
57962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57963
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κλισιάδες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κλεισιάδες</span> .</div> </div><br><br>'}