Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κλινοποιική
κλινόπους
κλινοπώλιον
κλινοστρόφιον
κλινότροχος
κλινουργός
κλινοχαρής
κλιντήρ
κλιντηρίδιον
κλιντήριον
κλιντηρίσκος
κλίνω
κλισία
κλισιάδες
κλισιάζω
κλισίηθεν
κλισίηνδε
κλίσιον1
κλισίον2
κλίσις
κλισμάκιον
View word page
κλιντηρίσκος
κλιν-τηρίσκος
,
ὁ
, = foreg.,
Michel
832.48
(Samos, iv B.C.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κλιντηρίσκος
Headword (normalized):
κλιντηρίσκος
Headword (normalized/stripped):
κλιντηρισκος
IDX:
57959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57960
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κλιν-τηρίσκος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Michel</span> 832.48 </span> (Samos, iv B.C.).</div><br><br>'}