Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κλινοπόδιον
κλινοποιός
κλινοποιική
κλινόπους
κλινοπώλιον
κλινοστρόφιον
κλινότροχος
κλινουργός
κλινοχαρής
κλιντήρ
κλιντηρίδιον
κλιντήριον
κλιντηρίσκος
κλίνω
κλισία
κλισιάδες
κλισιάζω
κλισίηθεν
κλισίηνδε
κλίσιον1
κλισίον2
View word page
κλιντηρίδιον
κλιν-τηρίδιον, τό, Dim. of foreg., Phot.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κλιντηρίδιον
Headword (normalized):
κλιντηρίδιον
Headword (normalized/stripped):
κλιντηριδιον
IDX:
57957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57958
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κλιν-τηρίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div><br><br>'}