Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κλινίον
κλινίς
κλινοκαθέδριον
κλινοκοσμέω
κλινόκοσμοι
κλινοπάλη
κλινοπετής
κλινοπηγία
κλινοπήγιον
κλινοπηγός
κλινοπήξ
κλινοπόδιον
κλινοποιός
κλινοποιική
κλινόπους
κλινοπώλιον
κλινοστρόφιον
κλινότροχος
κλινουργός
κλινοχαρής
κλιντήρ
View word page
κλινοπήξ
κλῑνο-πήξ,-πῆγος,, = foreg., Theognost. Can. 40 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κλινοπήξ
Headword (normalized):
κλινοπήξ
Headword (normalized/stripped):
κλινοπηξ
IDX:
57946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57947
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κλῑνο-πήξ</span>,-<span class="foreign greek">πῆγος,</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theognost.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Can.</span> 40 </span>.</div><br><br>'}