Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κλινικός
κλινίον
κλινίς
κλινοκαθέδριον
κλινοκοσμέω
κλινόκοσμοι
κλινοπάλη
κλινοπετής
κλινοπηγία
κλινοπήγιον
κλινοπηγός
κλινοπήξ
κλινοπόδιον
κλινοποιός
κλινοποιική
κλινόπους
κλινοπώλιον
κλινοστρόφιον
κλινότροχος
κλινουργός
κλινοχαρής
View word page
κλινοπηγός
κλῑνο-πηγός
,
ὁ
,
A).
=
κλινοποιός
,
Theognost.
Can.
96
,
CIG
2135
(
κλεινο
-, loc. incert.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κλινοπηγός
Headword (normalized):
κλινοπηγός
Headword (normalized/stripped):
κλινοπηγος
IDX:
57945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57946
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κλῑνο-πηγός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κλινοποιός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theognost.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Can.</span> 96 </span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CIG</span> 2135 </span> (<span class="itype greek">κλεινο</span>-, loc. incert.).</div> </div><br><br>'}