Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κλιματικός
κλινάριον
κλινάρχης
κλίνειος
κλίνη
κλινήρης
κλινίδιον
κλινικός
κλινίον
κλινίς
κλινοκαθέδριον
κλινοκοσμέω
κλινόκοσμοι
κλινοπάλη
κλινοπετής
κλινοπηγία
κλινοπήγιον
κλινοπηγός
κλινοπήξ
κλινοπόδιον
κλινοποιός
View word page
κλινοκαθέδριον
κλῑνο-καθέδριον
,
τό
,
A).
easy chair
,
Phot.
s.v.
κλιντήρ
,
AB
272
.
ShortDef
easy chair
Debugging
Headword:
κλινοκαθέδριον
Headword (normalized):
κλινοκαθέδριον
Headword (normalized/stripped):
κλινοκαθεδριον
IDX:
57938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57939
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κλῑνο-καθέδριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">easy chair</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">κλιντήρ</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 272 </span>.</div> </div><br><br>'}